κατατείνομαι

κατατείνομαι
κατατείνω
stretch
aor subj mid 1st sg (epic)
κατατείνω
stretch
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατατείνω — (Α κατατείνω) 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι πολύ ή προς τα κάτω 2. ρέπω προς κάτι, κατευθύνομαι, αποκλίνω, έχω τάση να φθάσω κάπου, αποβλέπω αρχ. 1. σύρω, έλκω κάτι με δύναμη («κατὰ δ ἡνία τεῑνεν ὁπίσσω», Ομ. Ιλ.) 2. (για εξαρθρωμένα οστά) εκτείνω για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”